- μικρόκοσμος
- Στη φυσική και γενικά στις φυσικές επιστήμες (χημεία, βιολογία κλπ.), ο όρος σημαίνει τον κόσμο των πολύ μικρών διαστάσεων, τον κόσμο του αόρατου με γυμνό οφθαλμό. Είναι τα άτομα και τα μόρια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια, τα κύτταρα και οι ιοί και όλα όσα συμβαίνουν στην περιοχή τους, στην ίδια κλίμακα μετρήσεων. Ο μακρόκοσμος είναι ακριβώς η αντίθετη περίπτωση, ο κόσμος των τεράστιων διαστάσεων, ο κόσμος των ουράνιων σωμάτων και του αχανούς σύμπαντος.
Φιλοσοφικά ο όρος χρησιμοποιήθηκε με διάφορες έννοιες στην αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο κόσμος είναι έμψυχος και έτσι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι τα μέρη των οργανικών όντων προεκτείνονται και συναντούν τα μέρη του σύμπαντος. Κάθε οργανικό άτομο του ζωικού, του φυτικού και του ορυκτού βασιλείου του πλανήτη μας και ιδιαίτερα ο άνθρωπος ως η πιο εξελιγμένη μορφή του, αποτελεί μια εικόνα του σύμπαντος σε μικρογραφία. Σε αυτόν εκδηλώνονται με σχέση αναλογίας, όλοι οι νόμοι που διέπουν το σύμπαν, το οποίο αποκαλείται κατ’ αντιδιαστολή μακρόκοσμος. Κάθε τμήμα του μ. έχει το αντίστοιχό του στον μακρόκοσμο. Από τις σχέσεις μεταξύ μακρόκοσμου και μ. και τις αλληλεπιδράσεις τους γεννήθηκε η αστρολογία και η επιστήμη των ωροσκόπων, οι οποίοι ερευνούν τις επιρροές των αστέρων και των σημείων του ζωδιακού κύκλου επάνω στο μ., συνάγοντας συμπεράσματα γι’ αυτά που πρόκειται να συμβούν καθώς και για τα ανθρώπινα πεπρωμένα, από τις κινήσεις και τις θέσεις των σημείων στον ουρανό.
* * *ο (Μ μικρόκοσμος)μικρός κόσμος, ο κόσμος σε μικρογραφίανεοελλ.1. (φιλοσ.) όρος που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ώς έναν «μικρό κόσμο», στον οποίο ανακλάται ο μακρόκοσμος2. ο κόσμος τού ατόμου και τών υποατομικών σωματιδίων στον οποίο ισχύουν οι νόμοι τής κβαντικής μηχανικής3. το σύνολο τών μικρών σε ηλικία ανθρώπων, τα παιδιά4. το σύνολο τών μικροοργανισμών και τών μικροβίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + κόσμος (πρβλ. αγγλ. microcosm].
Dictionary of Greek. 2013.